ανακόντα

ανακόντα
(anaconda). Ερπετό της οικογένειας των βοϊδών (τάξη λεπιδωτά). Είναι ένα από τα μεγαλύτερα φίδια: το μήκος του μπορεί να ξεπεράσει τα 7 μ. και το βάρος του τα 100 κιλά. Έχει χρώμα καστανό λαδοπρασινωπό, με μαύρες κηλίδες. Όπως και τα άλλα μεγάλα φίδια (βόες, πύθωνες) δεν είναι ιοβόλο. Ζει στη Νότια Αμερική, προπάντων στη Γουιάνα και στη Βραζιλία, όπου το ονομάζουν κουκουριουμπού κουκουρού.Συνήθως βρίσκεται σε υδάτινα ρεύματα και μπορεί να μένει για πολύ κάτω από την επιφάνεια του νερού· ανεβαίνει και στα δέντρα και τρέφεται με διάφορα πουλιά και θηλαστικά, που τα παγιδεύει και τα συνθλίβει με τις ισχυρές φολίδες του. Η α. λέγεται επιστημονικά ευνήκτης ο μυοφάγος. Το ανακόντα είναι ένα από τα μεγαλύτερα ερπετά του κόσμου. Ζει στα τροπικά δάση της Νότιας Αμερικής, σε υδάτινα ρεύματα αλλά και πάνω σε δέντρα (φωτ. Tomsich).
* * *
ο Ζωολ.
κοινή ονομασία τού μεγαλύτερου φιδιού που ζει στη Νότια Αμερική. Πρόκειται για το είδος Eunectes (Ευνήκτης) murinus τής οικογένειας Boidae. Μαζί με τον μικρότερο του βόα, επίσης νοτιοαμερικανικό, και τους ασιατικούς και αφρικανικούς πύθωνες, αποτελούν τους γίγαντες των φιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. αγγλ. anaconda. Αρχικά ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε από τους Άγγλους συγγραφείς ως ονομασία ενός τεράστιου, φοβερού φιδιού (πύθωνα) της Κεϋλάνης. Αργότερα ο Daudin έδωσε εσφαλμένα αυτό το όνομα σ' ένα είδος μεγάλου βόα τής Νότιας Αμερικής (Eunectes murinus). Τέλος, η ονομασία αυτή επεκτάθηκε σε κάθε είδος μεγάλου φιδιού που συνθλίβει τη λεία του. Σχετικά με την προέλευση τού όρου anaconda, πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού anacandaia (λ. που απαντά στον κατάλογο ινδιάνικων φιδιών που γράφηκε από τον φυσιοδίφη Ray, το 1693). Ο τ. anacandaia με τη σειρά του αντιστοιχεί πιθ. στο σιγγαλικό henakandayā (πράσινο ανιοβόλο φίδι που περιτυλίσσεται με μαστιγωτές κινήσεις γύρω από τη λεία του και τή συνθλίβει), η κυριολεκτική σημασία τού οποίου είναι «αστραφτερή ρίζα». Ο σιγγαλικός τ. henakandayā, τέλος, προέρχεται από τα hena «αστραφτερός» + kanda «ρίζα» (πιθ. < λ. αρχ. ινδ. «βολβώδης ρίζα») + ονοματικό επίθημα -yā.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βόας — Κοινή ονομασία διαφόρων ερπετών της οικογένειας των βοϊδών, της τάξης των λεπιδωτών. Ένα από τα μεγαλύτερα είναι ο β. ο συσφιγκτήρας,που μερικοί σύγχρονοι ζωολόγοι τον θεωρούν ιδιαίτερο γένος. Όπως και τα άλλα βοϊδή, δεν είναι δηλητηριώδης· οι… …   Dictionary of Greek

  • Κιρόγκα, Οράτσιο — (Oracio Quiroga, Σάλτα 1878 – Μπουένος Άιρες 1937). Ουρουγουανός συγγραφέας. Ο Κ. έζησε σχεδόν όλη τη ζωή του στην Αργεντινή, όπου εγκαταστάθηκε το 1900, ύστερα από ένα σύντομο ταξίδι στο Παρίσι. Στο έργο του επηρεάστηκε τόσο από τους Γάλλους… …   Dictionary of Greek

  • Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”